... κι όμως μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή

Ξαφνικά ένιωσα κάτι περίεργο μέσα μου, κάτι σαν λαίλαπα. Θυμάμαι ότι είχαμε βάλει τριες δίσκους από τότε που είχαμε πιει την κόκα κόλα και όλοι τώρα με κοίταζαν. Οι παλάμες μου άρχισαν να μουσκεύουν ενώ ένιωσα σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε στη ράχη μου. Το δωμάτιο έμοιαζε περίεργα ήσυχο κι όταν η Μαρία σηκώθηκε να κλείσει εντελώς τα ντούρια σκέφτηκα: "Προσπαθούν να με δηλητηριάσουν! Αλλά γιατί, τι έχουν να το κάνουν;" Όλοι οι μυς του κορμιού μου ήτανε τεντωμένοι κι ένα περίεργο αίσθημα τρόμου φώλιασε μέσα μου κι έκλεισε το λαιμό μου σχεδόν πίγοντας με. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, κατάλαβαε πως ήτανε μόνο ο Γιάννης που είχε περάσει το μπράτσο του γύρω από τους όμους μου. "Ποιος τη χάρη σου", μου είπε με φωνή όμοια με εκείνη ενός δίσκου που μπήκε σε λάθος στροφές. "Μην ανυσηχείς. Θα 'ναι ένα υπέροχο ταξίδι. Έλα χαλάρωσε, απόλαυσε το." Μου χάιδεψε γλυκά το πρόσωπο και το λαιμό κι ύστερα μου είπε: "Ειλικρινά έχεις το λόγο μου πως δε θα σου τύχει κανένα κακό." Ξαφνικά μου φάνηκε πως άρχισε να επαναλαμβάνει συνέχεια τούτα τα λόγια, σαν μια ηχώ στο ρελάντι. Ξέσπασα σε ένα βίαιο, υστερικό γέλιο. Αυτό το γέλιο μου 'κανε φοβερή εντύπωση γιατί μου φάνηκε το πιο αστείο και παράλογο πράγμα που είχα ακούσει ποτέ μου. Έπειτα άρχισα να προσέχω κάτι περίεργες ζωγραφιές στο ταβάνι που κινούνταν συνέχεια. Ο Γιάννης με τράβηξε κάτω κι εγώ έβαλα το κεφάλι μου στα γόνατα του ενώ παρατηρούσα ότι οι ζωγραφιές γίνονταν ένα στροβίλισμα από χρώματα, τεράστια επίπεδα από κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Προσπάθησα να μιλήσω γι'αυτό το θαύμα στους άλλους, αλλά τα λόγια μου έβγαιναν βρεγμένα, υγρά, μουσκεμένα κι είχανε γεύση από χρώμα. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω ενώ μία αδιόρατη αίσθηση παγωνιάς γλίστρησε μέσα κι έξω από το κορμί μου. Ήθελα να μιλήσω στον Γιάννη, αλλά δεν τα κατάφερνα. Το μόνο που έκανα ήταν να γελάω. Ξαφνικά ολόκληρες σειρές από σκέψεις άρχισαν να ξεπετάγονται ανάμεσα στη μία και την άλλη λέξη. Είχα βρει την τέλεια, αυθεντική, αρχέγονη γλώσσα, κείνη που χρησιμοποιούσαν ο Αδάμ και η Εύα, αλλά όταν προσπαθούσα να εκφτραστώ, τα λόγια μου πόλυ λίγη σχέση είχαν με τη σκέψη. Αλλά, να που κιόλας το έχανα, μου γινότανε μακρινό, απλησίαστο, τούτο το θαυμάσιο, ανεκτίμητο, αυθεντικό πράγμα, που έπρεπε να σωθεί για τους απογόνους. Ένιωθα πολύ άσχημα και τελικά δεν κατάφερα να μιλήσω, έπεσα βαριά πάνω στο πάτωμα, έκλεισα τα μάτια κι η μουσική κατέκλυσε το κορμί μου. Μπορούσα να τη μυρίσω, να την πιάσω, να τη νιώσω σωματικά, πέρα από το να την ακούσω. Δεν είχα ποτέ μία τόσο όμορφη αίσθηση. Ένιωθα στην κυριολεξία ένα κομμάτι από κάθε μεμονωμένο όργανο. Κάθε νότα είχε χαρακτήρα, μορφή, ένα χρώματα κατάδικο της κιέμοιαζε ξέχωρη απ'τις άλλες, τόσο που μπορούσα να τη δω σε σχέση με όλη τη σύνθεση πριν αντηχήσει η επόμενη νότα. Το μυαλό μου κατείχε την αιώνια γνώση, μόνο που δεν υπήρχαν λόγια που να μπορούν να την περιγράψουν. Κοίταξα ένα περιοδικό που βρισκότανε στο τραπέζι και το είδα σε εκατό διαστάσεις. Ήτανε τόσο όμορφο που δεν άντεχα να το βλέπω. Έκλεισα τα μάτια. Ξαφνικά βρέθηκα να επιπλεύω σε μία αλλιώτικη σφαίρα, σ'έναν άλλο κόσμο, σ'έναν τόπο ολότελα διαφορετικό. Τα πράγματα πλησίαζαν κι απομακρύνονταν από μένα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κάνοντας την ανάσδα μου, όπως στην κάθοδο μ'ένα ταχύτατο ασανσέρ. Δεν κατάφερνα να διακρίνω την πραγματικότητα από τη φαντασία. Ήμουνα στο τραπέζι, το βιβλίο, η μουσική ή ένα κομμάτι από όλα αυτά; Ώστόσο δεν είχε σημασία γιατί ό,τι καινα 'μουνα ένιωθα υπέροχα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, από τότεπου μπορώ να θυμηθώ, ένιωσα ολότελα απελευθερωμένη. Χόρευα μπροστά στην παρέα, απάγγελνα, έπαιζα θέατρο και χαιρόμουνα κάθε λεπτό σόου μου. Ένιωθα ζωντανή, κι όμως όλη ετούτη η εμπειρία είναι πια πεθαμένη και δεν θέλω να την ξανασκεφτώ.